Συνέχιση της ιστορίας με την Έβελιν - του Ιουστυλιανού (ψευδώνυμο μαθητή)

 


…Ο Φρανκ θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του, θα την τύλιγε με τα μπράτσα του, θα την έσωζε.

Στο πλοίο φυσούσε δυνατός άνεμος, το φόρεμά της χόρευε άγρια, και οι σκέψεις έφευγαν μαζί με τον αέρα. Έκανε κρύο. Κοίταξε τον Φρανκ· κοίταζε την θάλασσα, όχι εκείνη. Δεν έλεγαν κουβέντα. Πώς μπόρεσε να το κάνει; Δεν έπρεπε να αφήσει τον πατέρα της. Δεν πρέπει! Μια τρελή δύναμη την έσπρωξε και πήδηξε στην θάλασσα. Με τρόμο στον αέρα ούρλιαξε καθώς έχανε ύψος. Έπεσε με τα πέλματά της, με απερίγραπτο πόνο. Τα ένιωσε να σπάνε. Παγωνιά. Άρχισε να κολυμπάει μανιασμένη για να γυρίσει στο ζεστό της σπίτι. Τα παγωμένα κύματα την σκέπαζαν σαν παπλώματα. Την σκέπαζαν. Την ξανασκέπαζαν. Το φεγγάρι, κρύο κι αυτό, έφεγγε, και το πλοίο έφευγε. Τα κύματα συνέχιζαν να την σκεπάζουν, μια στρώση παγωνιάς την φορά, μέχρι να σκεπάσουν ολοκληρωτικά την ψυχή της και να κοιμηθεί.

 

Ιουστυλιανός

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις